- βδελύσσομαι
- (AM βδελύσσομαι, Α και βδελύσσω, -ττω, -ττομαι)αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, σιχαίνομαιαρχ.1. (-σσω) καθιστώ κάτι σιχαμένο2. (-ομαι) γίνομαι σιχαμένος, μισητός3. (μτχ. παρακμ.) oἱ ἐβδελυγμένοισιχαμένοι, μολυσμένοι από την επαφή με είδωλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώτας σε *ye / o με ουρανικό θέμα, παράλληλος τ. του βδελυρός].
Dictionary of Greek. 2013.